Στις πατρίδες- έρωτες που χάθηκαν νωρίς..
Στις απώλειες, που δεν προλάβαμε να μετρήσουμε
Στη Βυρητό του καθενός μας..
Σκοτάδι. Στέκομαι καταμεσής μιας πλατείας, σ’ ένα τραπεζάκι συνοικιακού καφε, μ’ ένα ποτήρι ανάμεσα στα δυο μου χέρια. Κοιτάζω το ρολοι μου. Οι δείκτες δυσκίνητοι, μοιάζουν να’ χουν παγώσει λίγα λεπτά πριν την άφιξή σου. Αδημονώ.
Μου υποσχέθηκες θα’ ρθεις. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε. Σε περιμένω. Ξανακοιτάζω το ρολόι μου. Ο χρόνος έχει κολλήσει. Μάλλον έμεινε από βενζίνη και δε του φτάνουν να γεμίσει το ντεπόζιτο, να βάλει μπρος και να μας σπρώξει, τον ένα στην αγκαλιά του άλλου, fast forward, στη στιγμή της συνάντησής μας.
Βροχή. Περιμένω. Στρέφω το βλέμμα μου στο μπαρ, άνθρωποι καθισμένοι, μ’ ‘ένα τσιγάρο, μ’ ‘ένα ποτήρι ανάμεσα στα χέρια. Στάση αναμονής- άκρα ποδιών, πότε αντικριστά, πότε σταυροπόδι, με κατεύθυνση πάντα προς την πόρτα της εισόδου. Φωτεινά γράμματα. Προσπαθώ να διαβάσω την επιγραφή, αλλά απέχω και η όρασή μου δε με βοηθά. Απέχω. Η βροχή τώρα δυναμώνει. Ήχοι στο βάθος από ομπρέλες περαστικών, που ανοιγοκλείνουν. Βήματα στη σειρά- Ανεπαίσθητα, μα εγώ τ’ ακούω.
Η ακοή μου παραμένει καλύτερη απ’ την όρασή μου.
Περιμένω. Φωνές συναντιούνται και σβήνουν στο βάθος. Λιακάδα. Ξεκουμπώνω το παλτό μου. Είπες θα΄ ρθεις. Σα ν’ ακούω και τώρα τη φωνή σου να έρχεται μέσα απ’ το ακουστικό, για να συναντήσει τη δική μου. Περιμένω. Ρίχνω ακόμη μια ματιά στο ρολόι μου. Οι δείκτες ακίνητοι, στο ίδιο σημείο σα και πριν, καρφωμένοι. Τι παράξενο!
Φυσάει. Απ΄εδώ που στέκομαι, ο αέρας ταξιδεύει τώρα με διεύθυνση προς την άκρη του παλτού μου, παλεύει ν’ αγγίξει το λαιμό μου. Ξανακουμπώνομαι. Κάνει ψύχρα.
Στρέφω το βλέμμα προς τα παράθυρα. Θάλασσα. Ο αέρας δυναμώνει. Φωνές διαλέγονται με πάθος, διαφωνούν και σιωπούν. Τυλίγω το κασκολ σφιχτά.
Περιμένω. Ελπίζω πώς, ό,που να΄ναι θα εμφανιστείς. Και θα συναντηθούμε. Μου το υποσχέθηκες. Κοιτάζω γι’ άλλη μια φορά το ρολόι, μ’ επιμονή. Τίποτα. Ο χρόνος μάλλον έπεσε σε οδοφράγματα, ακινητοποιήθηκε κι έπαψε να κυλά.
Μουσική. Τσακώνω τη σκέψη μου να ρωτά πότε μιλήσαμε τελευταία φορά. Βουτάω το κινητό μου από την τσέπη, ανοίγω τη συνομιλία, διαβάζω τα μηνύματα π’ ανταλλάξαμε. Ναι, συμφωνήσαμε να συναντηθούμε. Κοιτάζω και πάλι το ρολόι μου. Να κάνω λάθος; Αναλογίζομαι την πιθανότητα να ήρθα στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα, τη λάθος μέρα.
Ξαναδιαβάζω. Να τα μπέρδεψα; Περιμένω. Το ρολόι, ακόμη σταματημένο. Οι θαμώνες, έρχονται και φεύγουν. Τα ποτήρια, αδειάζουν κι γεμίζουν, τα τσιγάρα ανάβουν, αιωρούνται στις άκρες των δαχτύλων, σβήνουν. Ήχος κυμάτων που σκάει στις πέτρες, σκέπτομαι η θάλασσα είναι κοντά. Σε περιμένω, εδώ, στο τραπεζάκι ενός συνοικιακού καφε. Περιμένω. Από παιδί περιμένω. Υποσχέθηκες θα΄ ρθεις. Θα συναντηθούμε. Ρίχνω μια ακόμα κλεφτή ματιά στο ρολόι, κι έπειτα στην πόρτα της εισόδου. Φοίνικες στο βάθος. Μα πώς δεν τους είδα πριν; Οι δείκτες ακόμη σταματημένοι, τα δευτερόλεπτα έμπλεξαν σε κίνηση και δε λένε να φθάσουν.
Ηλιοβασίλεμα. Το μπλε π΄ έρχεται απ’ τα παράθυρα συναντιέται με το κόκκινο και το χρυσαφί και γίνονται ένα χρώμα. Ξανακοιτάζω το ρολόι μου- απουσία. Βάζω το χέρι μου στην τσέπη του παλτού- στάσου, κάπου εδώ έχω μια φωτογραφία σου. Ακουμπάω τη φωτογραφία στο τραπεζάκι. ‘ Σε λίγο κλείνουμε’ ακούω τη φωνή του σερβιτόρου να λέει. Στρέφω ξανά το βλέμμα στην πόρτα της εισόδου. Κάποιος μπαίνει, τεντώνω το λαιμό μου να δω καλύτερα- ίσως να είσαι εσύ. Ο ουρανός απ’ τα παράθυρα σκουραίνει. Μάλλον έκανα λάθος. Κοιτάζω και ξανακοιτάζω εξονυχιστικά τη φωτογραφία σου. Μάλλον ήρθα λάθος. Αγωνίζομαι να διακρίνω το πρόσωπό σου, η φωτογραφία είναι παλιά και η όρασή μου δε βοηθά.
Σκοτάδι. Στέκομαι καταμεσής της θάλασσας, στην άκρη των βράχων, με τη φωτογραφία σου στο χέρι. Κοιτάζω το ρολόι μου. Οι δείχτες ακίνητοι, σα να χουν παγώσει στα λεπτά πριν την άφιξή σου. Περιμένω. Φυσάει- ο αέρας πολεμά να μου αποσπάσει τη φωτογραφία σου από τα χέρια, εγώ τα σφίγγω πιο σφιχτά.
Μου υποσχέθηκες θα’ ρθεις. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε. Σε περιμένω.
Βροχή. Ο χρόνος, έχει για τα καλά κολλήσει, στο πριν που δε πρόλαβε να γίνει τώρα.
Φυσάει- Ακουμπάω τη φωτογραφία πίσω στην τσέπη, σμίγω τα χέρια μου και προσεύχομαι: Στις πατρίδες- έρωτες που χάθηκαν νωρίς, στις απουσίες που μάταια ικετέψαμε να γίνουν παρουσίες. Στις απώλειες, που δε προλάβαμε να μετρήσουμε. Στις συναντήσεις, που έμειναν υποσχέσεις. Σμίγω τα χέρια μου. Κι ο ήλιος και πάλι, ανατέλλει.