
Αφιερωμένο
Γεννήθηκα στην ήπειρο των μονόπλευρων σχέσεων.
Οι ανάγκες των άλλων ήταν πάντοτε αυτές που είχαν σημασία.
Εγώ ήμουν απλά ή Ηχώ ή ο ταπεινός απόηχος των άλλων, αν θέλετε.
Από την πρώτη κιόλας μέρα της ύπαρξής μου στον πλανήτη Γη, έπιασα δουλειά.
Επιτελούσα ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο ρόλο: Ήμουν τα αυτιά και η καρδιά των Άλλων.
Έπρεπε να στέκομαι και να ακούω προσεκτικά τους πληκτικούς τους μονολόγους. Να παρακολουθώ τις ατέρμονες διαφωνίες και τους καβγάδες τους. Να κρατώ ευλαβικά λίστα με τα παράπονά τους για τους άλλους. Μα πάνω απ’ όλα, να κατανοώ τις ανασφάλειες τους. Και, ό, πως-ό,πως, να καλύπτω, όσο πιο καλά γίνεται, τις ελλείψεις τους.
Αυτή ήταν η δουλειά μου. Και τ’ ομολογώ, την έκανα ευσυνείδητα για πολλά χρόνια.
Απ’ το πρωί που σηκωνόμουν, ως το βράδυ που έπεφτα για ύπνο, ό,που στεκόμουν κι ό,που βρισκόμουν, σκεφτόμουν τους Άλλους. Μίλαγα για τους Άλλους. Αισθανόμουν για τους ‘Αλλους. Zoύσα για τους Άλλους.
Βλέπετε- όλοι με ένα στόμα μου λέγανε- πως οι Άλλοι είναι αυτοί που στο τέλος μετράνε.
Πώς οι άλλοι είναι αυτοί που έχουν τις Επιθυμίες και τις Ανάγκες.
Και πως πάντοτε οι δικές τους Επιθυμίες, οι δικές τους Ανάγκες, είναι αυτές που έρχονται πρώτες.
Πιστεύοντάς τους κι εγώ, έγινα μια Παστίλια για τον πόνο των Άλλων: Όπου στεκόμουν κι όπου βρισκόμουν,
κάθε φορά που αντίκριζα ανυπεράσπιστα θύματα, άνοιγα το βαλιτσάκι των πρώτων βοηθειών και συνταγογραφούσα ευθύς, τα αυτιά και την καρδιά μου!
Και έδινα. Και ξανάδινα. Και πρόθυμα βοηθούσα. Είχα δεν είχα. Μέρα και νύχτα. Αναλωνόμουνα.
Ωσότου βάρυνα.
Βλέπετε, το να κουβαλάς φορτίο τόσων ανθρώπων τις έγνοιες, τις ανάγκες και τα προβλήματα, τόσων ανθρώπων τις ανασφάλειες και τις ελλείψεις, τα ποταπά αισθήματα και τις κακόβουλες σκέψεις, ήταν στ’ αλήθεια πολύ παραπάνω απ’ όσο άντεχαν οι πρόθυμες πλάτες μου.
Κι ήρθε μια μέρα και έπεσα. Κατέρρευσα. Δεν είχα άλλη ενέργεια πια.
Σερνόμουν αβοήθητη και άδεια, έχοντας αναλώσει όλο μου το απόθεμα δυνάμεων στους Άλλους.
Κι οι Άλλοι, που τόσες φορές με είχαν πιπιλίσει για παρηγοριά- όντας παστίλια- έστρεφαν το κεφάλι τους πέρα αδιάφορα.
Κι εκεί που ήμουν πια μόνη και σκυμμένη, θυμήθηκα και θύμωσα.
Άνοιξα κι έριξα μια ματιά στις τσέπες μου. Και βρήκα το διαβατήριό μου.
Το άνοιξα και διάβασα: <<Υπήκοος της ηπείρου των μονόπλευρων σχέσεων>> .
Και τότε κατάλαβα ακριβώς τι είχε συμβεί. Και γιατί λανθασμένα είχα πιστέψει πως ήμουν μια αναλώσιμη παστίλια.
Και σηκώθηκα πάνω. Κι έσκισα αποφασιστικά στα δυό το διαβατήριό μου, το πέταξα και τράβηξα γι’ αλλού.