H μάχη

Ανοίγω τα μάτια μου, μπρος σ’ άλλη μια μέρα..

Ένα αόρατο καμπανάκι σα να χτυπά μέσα μου, κι ‘γώ, αγουροξυπνημένη, συνειδητοποιώ, πως είμαι  σπίτι μου!

Ξυπνάω στο σπίτι μου, βυθισμένη σε μιαν αίσθηση αλλόκοτα δυνατή, πως πάλευα, στα όνειρά μου:  πάλευα λέει, με τους χίλιους μικρούς εφιάλτες που ζουν στις σπηλιές του νου μου, πότε να τους ξεφύγω, πότε να μου ξεφύγουν…

Πάλευα να κρυφτώ, κι όλο ξεγλιστρούσα και ξεγλιστρούσα τρομαγμένη, αγκυροβολημένη στο κρεβάτι μου, όλο ήλπιζα κι όλο απελπιζόμουν, σα παλιός στρατιώτης μπρος στα μέτωπα, εμπροσθοφυλακή για τους αγαπημένους μου, αυτόκλητος προστάτης για τα όνειρά μου, κι όμως, αλίμονο, κάθε φορά, έχανα, λέει τη μάχη, και λύγιζα, λύγιζα για να πέσω και να πενθήσω τη μοίρα μου, τη μοίρα μιας θνητότητας που ηττάται αλύπητα και μας πληγώνει όλους: Αγκυροβολημένη στο κρεβάτι μου, συλλογίζομαι με νοσταλγία, κείνες τις μέρες που ζούσα έξω, που οι διαδρομές μου ανέμελα μ’ οδηγούσαν απ΄ τη δουλειά, στο σινεμά, στην καφετέρια, στη disco και στους φίλους, και, σκέπτομαι κιόλας,  τους γονείς μου, που έζησαν κείνες τις δεκαετίες του συγχρωτισμού, του έξω και της απελευθέρωσης…Που να’ ξέραν, μες το μεθύσι του θριάμβου τους για την πρόοδο της τεχνολογίας, που να φαντάζονταν,  πως, θ’ έρχονταν μέρες, που ο πολυαγαπημένος τους έξω κόσμος, ολάκερος ο έξω κόσμος μας, θα συρρικνωνόταν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, με τέτοιο τρόπο, που εγώ, εσύ, όλοι μας ανεξαιρέτως, θ’ αναγκαζόμασταν ν’ αποσυρθούμε!

japanese_warrior - άρθρο Η μάχη

Ξυπνάω στο σπίτι μου, βυθισμένη σε μίαν αίσθηση ανυπόφορα παρανοϊκή, καθώς

ο έξω κόσμος, είναι πια μολυσμένος απ’ την αβεβαιότητα της ύπαρξης, τραυματισμένος, απ’ τη θνητότητα του γένους μας, που τρομαγμένο, παλεύει να γραπωθεί, από κάτι γνώριμο και ασφαλές, κι όμως, ως και η ίδια η αφή, είναι πιά, δυνητικά θανατηφόρα: Έξω, οι φόβοι μας χορεύουν, οι ανασφάλειές μας τραγουδούν όλες μαζί a Capella, και εμείς, κλεισμένοι στα σπίτια μας, καθηλωμένοι στα πρωτόγονά μας ένστικτα, για πρώτη φορά, αποκλεισμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, μοιάζει να συνειδητοποιούμε πώς, δεν είμαστε θεοί, πώς είναι απλά ολέθριο να κάνουμε κουμάντο στη φύση!

Ξυπνάω στο σπίτι μου, βυθισμένη σε μίαν αίσθηση αλλόκοτα δυνατή, πως πάλευα με το Θάνατο στα όνειρά μου: Πάλευα, λέει, με τους χίλιους δυο φόβους μου και τις εκατομμύρια ενοχές μου, για τον ιό του εγωισμού και της απληστίας που δεκαετίες πίσω μας πρόσβαλλε, και που σιωπηρά, μας οδηγεί μοιραία στον αφανισμό: Ακούω στις ειδήσεις πώς σύμπασα η γη επιστρατεύει  τα τεχνολογικά μέσα και όλους τους επιστήμονες για να παρασκευάσουν ένα εμβόλιο, να γλιτώσουμε απ’ το κακό, κι αναρωτιέμαι, άραγε, σκέφτηκε κανείς τους να παρασκευάσει το εμβόλιο κατά του εγωκεντρισμού και της υπεροψίας ;

Ανοίγω τα μάτια μου, μπρος στον πόνο και στον θάνατο, και νιώθω, για πρώτη μου φορά, πόσο μικρό είναι το ανάστημά μου, και πόσο μεγάλη η ευθύνη μου ως ον, εμπρός στον εαυτό μου, εμπρός στους άλλους: Όσο κι αν υποφέρω για τις αμέτρητες χαμένες μάχες, ακόμη ελπίζω, ακόμη παλεύω, μέρα τη μέρα, στην πραγματικότητά μου, να χτίσω απάνω στα καμένα ερείπια ένα εμείς, φτιαγμένο από γενναιόδωρα, μεγαλόψυχα εγώ!

Ελένη Κεπελιάν


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s