Η όμορφη φθορά

Περπατώ, κι οι άνθρωποι που συναντώ σε κάθε βήμα μου, τυπικά ευγενικοί, μα κατά βάθος, όλοι τους, αδιάφοροι, όλο και περισσότερο μοιραία απορροφημένοι στον εαυτό τους, οχυρωμένοι πίσω απ’ τ’ ακουστικά και τις οθόνες τους, με τις αισθήσεις τους, δέσμιες της ιδιότυπης μοναξιάς τους, όλοι τους χαμένοι, αμέτοχοι στον εύθραυστο μικρόκοσμό τους, όλοι τους, ανεξαιρέτως θαρρώ, μου επιστρέφουν πίσω τις αντανακλάσεις της όμορφης φθοράς μου: μεγαλώνω, σκέφτομαι, κάθε μου μέρα όλο και μεγαλώνω πιο πολύ, κι ακόμη δεν έμαθα πώς να ζω..

Μεγαλώνω, σκέφτομαι, κι όσο μεγαλώνω, τα περιθώριά μου, όλο και στενεύουν, οι μέρες μ’ επισκέπτονται η μια πίσω απ’ την άλλη, τα γεγονότα παρελαύνουν δίχως σταματημό, οι λέξεις απομακρύνονται και φεύγουν, οι σιωπές κι οι αμφιβολίες ακολουθούν, καθώς, λίγο-λίγο, γίνομαι ο λανθάνων θεατής της όμορφης φθοράς μου: μεγαλώνω, κι η γραμμή του παρελθόντος μου, σιγά-σιγά,  μεγαλώνει κι αυτή μαζί μου, και πολλαπλασιάζονται οι σειρές των ανθρώπων και των στιγμών, κι οι αλήθειες και οι αρχές που μου δόθηκαν κάπου, κάποτε για πυξίδα, αλλοιώνονται και ξεθωριάζουν, έτσι που, δεν υπάρχει πια λάθος και σωστό, άσπρο και μαύρο!

Μεγαλώνω, κι όσες συμβουλές και παροτρύνσεις παρελθοντικές κι αν επικαλεστώ, το νιώθω, καμία δε πρόκειται, πλέον, να μου υποδείξει τον κατάλληλο, για την ψυχή μου, δρόμο: στη σκέψη αυτή , η ανάσα μου πιάνεται, η καρδιά μου παραδίδεται σε ρυθμούς παράταιρα άρρυθμων χτύπων, το αίμα στις φλέβες μου γίνεται κύμα θυμωμένο που φουσκώνει και βοά, καθώς μια παλίρροια από μικροσκοπικές σταγόνες ιδρώτα κυλά στα χέρια μου: κοιτώ τις χούφτες μου με τρόμο, ενόσω το κορμί μου παραδίδεται σε αλλεπάλληλα κύματα πανικού.

η όμορφη φθορά

Τι μένει; Αναρωτιέμαι;  Κοιτάζω ξανά το είδωλό μου στον καθρέφτη, παλεύοντας ν’ ανιχνεύσω- πίσω απ’ τις νιόσκαφτες ρυτίδες του μετώπου μου, τις αχνές ακόμη, μα όλο και πιο ξεκάθαρες γραμμές στις άκρες των βλεφάρων μου- την βαθύτερη ουσία μου, να ψαύσω κείνο το κομμάτι μου που κατέχει τη γνώση να παραμένει αναλλοίωτο μέσα στο χρόνο, κείνο το κομμάτι μου που αντέχει να γερνά, να φθείρεται, να θνήσκει και να θανατώνεται απόλυτα κι άφοβα: Κείνο το κομμάτι μου, π’ αποδέχεται να καταστρέφεται, να τυλίγεται κι ύστερα να κατατροπώνεται απ’ το πιο βαθύ σκοτάδι..

Τι μένει; Συλλογίζομαι, παρατηρώντας τα είδωλα των άλλων βαθμιαία να μεγαλώνουν, να μεγεθύνονται για να συρρικνωθούν απότομα μες τον καθρέφτη του χρόνου, ταξιδιώτες με τις βαλίτσες τους στα χέρια, με τις τσέπες τους ήδη βαριές απ’ την άμμο των αναμνήσεων, με τις βασανιστικά ημιτελείς σκέψεις τους για καπέλα, αδυσώπητα κυνηγημένοι από μι’ ανεπίγνωστη αμφιθυμία, μπρος στη ζωή;

Τι μένει; Κάθε μου μέρα μεγαλώνω όλο και περισσότερο, οι άλλοι μεγαλώνουν δίπλα μου, κι όμως κανένας μας δεν έμαθε ακόμη πώς να ζει, την επιτακτική τέχνη να ευγνωμονείς το φως και να συμβιβάζεσαι με το σκοτάδι, το πώς ν’ αφήνεσαι μ’ εμπιστοσύνη στις ανά πάσα στιγμή ετοιμοθάνατες στιγμές: Ω, αναμφίβολα κανείς μας, ναι, κανείς μας δεν έμαθε ακόμη, την τέχνη ν’ αγκαλιάζει αυθόρμητα την όμορφη φθορά του!

Ελένη Κεπελιάν

 

 

 


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s