Πτήσεις μεταξύ Χρόνου και Θανάτου

Κάθε που νιώθω εν’ απροσδιόριστο βάρος να μου πλακώνει την καρδιά, μι’ ανεπαίσθητη μα ωστόσο επίμονη πίεση στα ριζά της πλάτης μου, εύγλωττη υπενθύμιση της προσωρινότητας μου,  παίρνω δυο βαθιές ανάσες, ξεσκονίζω με σβελτάδα τα φτερά μου, φουλάρω το ντεπόζιτο της ψυχής μου, και ξανοίγομαι αχόρταγη  σε νέους ουρανούς…

Κάθε φορά που με τη δύναμη της ψυχής μου πετώ, αντικρύζοντας πρόσωπα και πράγματα από ψηλά, ζυγιάζοντας μ’ επιμονή και υπομονή τα φτερά μου, όλο και κάτι νέο μαθαίνω για τη Ζωή και τους Ανθρώπους, πετάω κι όλα, από ψηλά, φαντάζουν πρωτόγνωρα όμορφα και αλλιώτικά…

Κάθομαι ψηλά, κι αγναντεύω, στο διάστημα μεταξύ  των δυο ανάλαφρων  φτερών μου, ν’ ανατέλλουν τα σύννεφα, ενόσω, πλάι στο χέρι μου, ο ήλιος παιχνιδιάρικα,  μου γνέφει…

Πετώ, κι αναλογίζομαι : Άνθρωπος θα πει, να σέβεσαι, μα ωστόσο, να παλεύεις ξεροκέφαλα    να υπερβείς τους περιορισμούς σου, τους περιορισμούς του Χρόνου και του Θανάτου.. Σε κάθε σου μέρα, πεισματάρικα,  ν’ ανυψώνεσαι, κλείνοντας τ’ αυτιά σου μπρος στις ζηλόφθονες Σειρήνες της μιζέριας που σε προειδοποιούν, πάντοτε χαμογελαστά, για τις πιθανότητες να πέσεις και να τσακιστείς…

Πτήσεις μεταξύ Χρόνου και Θανάτου.

Σου λένε, πως, είναι σχεδόν ακατόρθωτο για σένα  ν’ ανυψωθείς, μ’ ασύγκριτα ευκολότερο να πέσεις.. Πώς, εξ’ ορισμού, οφείλεις να υποτάσσεσαι, πειθήνια και καλόπιστα στους περιορισμούς σου, πώς πρέπει να τιμάς τα δεσμά των εκάστοτε ηθών και παραδόσεων, να συμβιβάζεσαι με τις ελλείψεις, να προσκυνάς δουλοπρεπώς την καθιερωμένη απ’ τους άλλους πραγματικότητα, να συμβιβάζεσαι και να εκπαιδεύεσαι, ώστε, πάση θυσία, να χωράς, ψαλιδίζοντας όσο καλύτερα γίνεται, τα όνειρα και τις αξίες σου…

Υποκρίνομαι πώς τους πιστεύω, μα δε φοβάμαι…

Ανοίγω περήφανα τα φτερά μου, και ξεχύνομαι  στ’ όμορφο Άγνωστο, γεμάτη πίστη , τόλμη και ελπίδα στις δυνάμεις μου, σε κάθε μου σφυγμό  προσευχόμενη στις ακατάλυτες θεότητες του Χρόνου και του Θανάτου, κείνους  τους  πεισματάρηδες γεροξεκούτηδες,  π’ αιώνια επιμένουν να παίζουν κρυφτό με την πνοή μου, παλεύοντας  να συνθλίψουν τις διαστάσεις των ονείρων μου, αφού, καταβάθος – τώρα επιτέλους, το νιώθω  – δεν  είναι  παρά μικρά, ντροπαλά, ανασφαλή αγόρια, βαθιά ερωτευμένα με τη Ζωή…

Ελένη Κεπελιάν


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s