Είναι περίεργες οι αλήθειες των ανθρώπων. Παράξενες, γεμάτες μισόλογα, αργόσυρτες, ασυνάρτητες ελπίδες, αθέλητες ελλείψεις, ηθελημένες, ίσως κι επιβαλλόμενες, αποσιωπήσεις…
Είναι ιδιαίτερες οι αλήθειες των ανθρώπων: κοίτονται μέσα τους και συμβιώνουν, συγκατοικούν αντικρυστά και ξέπνοα, η μια δίπλα στην άλλη, διαφωνούν, κι έπειτα, διαπληκτίζονται, ανταγωνίζονται, πασχίζουν να υπερισχύσουν, καταμετρώντας, καραδοκώντας, ποια απ’ όλες, είναι άραγε γραφτό της να πεθάνει, ώστε οι άλλες να κερδίσουν εύκολα τη ζωή, ζώντας, αυτές καλά, και εμείς, καλύτερα..
Είναι ρευστές οι αλήθειες των ανθρώπων: επίμονες, παράταιρες, κατατι αναποφάσιστες και μάλλον παραστρατημένες, γυρνάνε ζητιανεύοντας, ανάμεσα στους ίσκιους τα μεσάνυχτα, καλά προφυλαγμένες, παλεύοντας, μες στο επιβαλλόμενο μεθύσι των ένοχων, αρχέγονων πόθων και των αθώων, επίπλαστων στιγμών, ελπίζοντας, πιστεύοντας, πώς, ίσως, κάποτε, κάποιο ξημέρωμα, το έσω τους αίνιγμα απρόσμενα θα λυθεί, κι εκείνες, απόλυτα ελεύθερες, ξορκίζοντας τ’ αυταρχικά μάγια, αδιόρατα περήφανες, αυθόρμητα ερωτικές και κάπως ανυπότακτα οικείες, στο φως θα ξεχυθούν, υπερνικώντας τους ερεβώδεις φόβους τους μπρος στης πραγματικότητας την Αφή…
Είναι αλλόκοτα θνητές οι αλήθειες των ανθρώπων: του καθενός ξεχωριστά, μα πιότερο, οι δικές μου.
Νύχτα και μέρα αχόρταγα ταξιδεύουν, από σιωπή σε σιωπή, από βλέμμα σε βλέμμα και από ψυχή σε ψυχή, σμίγουν, γεννιούνται, κι ύστερα, πεθαίνουν, συμπυκνώνοντας, την ελάχιστη κι ωστόσο, απόκρυφη ουσία τους, σε μιαν εφήμερα αθάνατη, ματαιόδοξα αυτάρεσκη, στιγμή…
Είναι μέρες που σιωπώ. Τότε, ντύνομαι στρατηγός, κρεμώντας σειρές τα παράσημα των ματαιώσεων και των απωθημένων εμπειριών στον ώμο, προστάζοντας γυμνές τις αλήθειες μου, μια, μια, να στηθούν ευθυτενείς εμπρός στις αλλεπάλληλες αντανακλάσεις της ύπαρξής μου, ετοιμοπόλεμες, από καιρό, για να αναμετρηθούν, στο πεδίο της μάχης των μεγαλεπήβολων αυταπατών.
Είναι μέρες, που οι αλήθειες μου, εξαγριωμένες, ανταρτεύουν και συντεταγμένα, οπισθοχωρούν και με περικυκλώνουν: χυμούν βίαια καταπάνω μου, ανελέητα, δίχως κανένα οίκτο, με κατακλύζουν, κι εγώ, ίσως για να αμυνθώ, σωπαίνω, ωσότου οι πρώην πιστοί, γέρικοι πια, και ακόμη αιμοβόρικοι στρατιώτες της ψυχής μου, οι κάποτε αλήθειες μου, να μεταμορφωθούν σε ψέματα και μια-μια να λιμοκτονήσουν, ωσότου, νέες αλήθειες ν’αναστηθούν !
Ελένη Κεπελιάν