Η ζωή μου ξεπήδησε από μιαν απειροελάχιστη σαπουνόφουσκα- κι ήμουν εγώ, ο μόνος ένοικος, δημιουργός κι ιδιοκτήτης αυτής της αέναα ιδιόμορφης σφαίρας, το ελάχιστο και εν δυνάμει ον, αποτυπωμένο ανάσες πριν την επίσημη έναρξη της αιώνιας δράσης, τη στιγμή που το παντοδύναμα υφασμένο κουκούλι μου θα σκάσει, αφήνοντας με, τρομακτικά, κι ωστόσο, όμορφα αυτόνομο, μες το διάφανο, αόριστο, ακέραιο σύμπαν..
Όπου να’ ναι, ζυγώνει η στιγμή της υπέρτατης απελευθέρωσής μου- διαισθάνομαι- και μια ανάμεικτη αίσθηση προσμονής και φόβου διαχέει ολάκερη την ύπαρξή μου, καθώς αρχίζω μ’ έκπληξη, να παρατηρώ τις πρώτες ρωγμές στην άλλοτε συμπαγή μου, ολοστρόγγυλη πραγματικότητα…
Άραγε, πώς θα’ ναι εκεί έξω;
Σαν έσκασε η φούσκα που με φύλαγε ζηλότυπα τόσον καιρό, εγώ μεμιάς πίστεψα πως ήμουν λεύτερος να τιθασεύσω τις δυνάμεις μου, να πειραματιστώ ψαύοντας τις θετικές και αρνητικές μου όψεις , όπως συνηθίζουμε να λέμε για τα νομίσματα, όπου ανέξοδα μπορείς, στρίβοντάς τα, ν’ ανακαλύψεις μεμιάς την πίσω τους όψη..
Η φούσκα μου, κεινη την ουτοπικά αλησμόνητη μέρα, διαλύθηκε στον καταγάλανο αιθέρα, όπως η πίστη μου για τούτη την, άνευ οριζόντων, πολυπόθητη κι αχαρτογράφητη ελευθερία, αλίμονο, θρυμματίστηκε μαζί της: επειδή, βλέπετε, οι διαστάσεις που κληρονομικά μ’ αναλογούσαν, σύμφωνα με τ’ άγραφα και προαιώνια πάθη των ανθρώπων, ως νιογέννητη ύπαρξη, δεν ήταν παρά, εν’ αψεγάδιαστα ασφαλές, μίζερ’ άνυδρο τοπίο, γεμάτο τετριμμένους- απ’ αιώνων χρήση-άτεγκτους κανόνες, που πάσχιζαν, ως άλλοι τρομαγμένοι κυβερνήτες, να εκφοβίσουν ένα τσούρμο απ’ άνευρα υπάκουες, πληκτικά αλυσοδεμένες υπάρξεις, με περισπούδαστα κηρύγματα για τον πρώτο θεμελιώδη κανόνα της ζωής: τον κανόνα του ή !
Τώρα που το συλλογίζομαι, μάλιστα, θα ΄λεγα , ανακαλώντας κείνες τις μάλλον ερασιτεχνικές , πρώτες εικόνες, πώς ίσως, επρόκειτο για καθολικό κι απαράβατο δόγμα, κι όχι απλώς για έναν ακόμη- όπως όλοι οι άλλοι στη σειρά-αυστηρό κανόνα, καθώς μ’ ακρίβεια, ακόμη μπορώ ν’ αναπαραστήσω, το μοτίβο των εκφράσεων που διαδέχονταν τα πρόσωπα των συνοφρυωμένων, γεμάτων πείρα και αχώνευτη πίκρα, σθεναρών κατηχητών μου, για τη ζωή: Μ’ επαναλάμβαναν, σε τόνο σοβαροφανή κι προπαντών, επίσημο, πώς μια πρωταρχική σταθερά της ζωής, είναι το ή, και πώς, για το καλό μου, είμαι εκ προοιμίου αναγκασμένος να διαλέξω!
Έπειτα, εξειδίκευαν, μ΄ ανώδυνη ευκολία, σε καλό ή κακό, όμορφο ή άσχημο, δίκαιο ή άδικο, ωσότου, τούτη η λεπτομερής κατηγοριοποίηση, να γλείψει τ’ όρια τ’ άμορφου διαχωρισμού, εκεί που, απ’ αρχής κόσμου, ετσιθελικά, κυβερνά η παντοδύναμη, διαρκώς σ’ εγρήγορση απολυτότητα, ταγμένη στ’ αδιάλειπτο καθήκον της να κατηγοριοποιεί, να διακρίνει, να διαμελίζει, και εν τέλει, να διασπά τις ποιότητες μεταξύ τους, αναδεικνύοντας τις αρεστές σ’ εκείνη, αξίες, εξορίζοντας και εξοστρακίζοντας τις αλλότριες, τις παράταιρες, τις αντι-δημοφιλείς!
Δασκαλεμένος, με τούτο τον αστόχαστα ανώδυνο τρόπο απ’ την αρχή του χρόνου της ύπαρξής μου, εθίστηκα και εξαπολύθηκα με τη σειρά μου και εγώ, σ’ ένα αδιάκοπο, λυσσαλέο κυνήγι κείνων των άνευ επιφυλάξεων και αμφιβολιών, περίτρανα και- από πολλούς- διαφημιζόμενων ως χρυσών αξιών, ομνύοντας, σε κάθε ευκαιρία όρκους πίστης και υπακοής στον απόλυτο παράγοντα του ή, διατρανώνοντας, σε κάθε αφορμή, πώς κάθε κύτταρο, κάθε ύπαρξη και κάθε σύμπαν, διέπεται προπαντώς απαράβατα απ’ το θεμελιώδες αυτό αξίωμα, παλεύοντας απελπισμένα να στριμώξω σε τούτον τον άχαρα τετράγωνο ορισμό, όλες τις διαβαθμίσεις του γίγνεσθαι τριγύρω μου και μέσα μου..
Μόνο που, φθάνει ένα πηγαία ηλιόλουστο πρωινό, κι οι πυραμίδες των μονολιθικά στοιβαγμένων σου ή, των κηρυγμάτων και των δογμάτων που όλοι τους, γενναιόδωρα κι αδίσταχτα ενστάλαξαν μέσα σου, υπερθερμαίνονται και λιώνουν, μπρος στην πυρφόρα δύναμη του και: και εσύ, χαμογελώντας, καταμεσής μιας θάλασσας χρυσής, σπαρμένης απ’ ευπρεπή κουφάρια υπέργηρων ή , προβάλλεις ήδη το πεισματάρικο κεφάλι σου μ’εμπιστοσύνη μέσα απ΄ τα κύματα, κολυμπώντας αποφασιστικά, προς την κατεύθυνση του και !
Της Ελένης Κεπελιάν