Αφιερωμένο σε όσους επιμένουν να ονειρεύονται, κόντρα στους αντίθετους ανέμους
Πάνε χρόνια που περιπλανιέμαι ανάμεσα στα σώματα των τραυματισμένων πια, ονείρων μου..
Ν’ αναρωτιέμαι, αν τάχα τ’ όνειρο ετούτο ή τ΄ άλλο, είναι ανυπέρβλητα μεγάλο, κι εγώ τόσο μικρή, ίσως κι ελάχιστη, μπροστά σ’ αυτό..
Πάνε χρόνια που αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στα μύχια όνειρα της ψυχής μου και στις πεζές καθωσπρέπει πραγματικότητες των άλλων, ενόσω αφήνω τα όνειρά μου ν’ αργοπεθαίνουν ηττημένα, με την καρδιά σκυφτή, σκεπτόμενα κάθε τόσο, πώς δεν έχουν σε τίποτε άλλο να ελπίσουν, παρά στο θάνατο ..
Κάθε μου μέρα, στέκομαι και παρατηρώ τ’ αβοήθητα όνειρά μου, αιμόφυρτα, ν’ αγκομαχούν σχεδόν αναίσθητα μες την καρδιά του Είναι μου, φοβούμενη, πώς ίσως κοντοζυγώνει η μέρα, που τα μεγάλα όνειρά μου, μη έχοντας πια άλλη δύναμη, θ’ αποφασίσουν να ξεψυχήσουν, μεταναστεύοντας οριστικά γι’ αλλού..
Κάθε μου μέρα, ξυπνώ σ’ ένα κόσμο πρόωρα, ανεπίγνωστα ματαιωμένο, γιομάτο πρόσωπα ανθρώπων που σέρνουν ξεφτισμένες ελπίδες, χειρονομίες που μαρτυρούν το πλήθος των βιαστικά παραπεταμένων επιθυμιών, βλέμματα εγκλωβισμένα ανάμεσα σε σωρούς υπερήλικων απωθημένων και κουφάρια εγκαταλειμμένων παιδικών σκέψεων, που δε πρόφθασαν να ενηλικιωθούν, έτσι που, αισθάνομαι επιτακτική μέσα μου, την ανάγκη να βηματίζω αργά και με περίσκεψη, έχοντας αδιάλειπτα την έγνοια, μη και πατήσω, άθελά μου , ό, τι απόμεινε ανεκπλήρωτο στις υπάρξεις των ανθρώπων, ό ,τι ανελέητα εξορίστηκε στις παρυφές ενός τίποτε…
Πάνε χρόνια που αγωνίζομαι να βρω τ’ αντίδοτο για τις πληγές των ετοιμοθάνατων ονείρων μου
Κάθε μου μέρα, αναμετριέμαι με την τύχη των ονείρων μου, παλεύοντας με νύχια και με δόντια να τα κρατήσω ζωντανά, ξέπνοη, αγωνίζομαι μ’ όλο μου το είναι, να τους μεταγγίσω το θάρρος και την υπομονή, την πίστη και την επιμονή, να διατηρηθούν εν ζωή, αντέχοντας μπρος στην αποτυχία, μη συνθηκολογώντας με μια, ούτως ή άλλως, στεγνή πραγματικότητα, μη υποκύπτοντας στις σαγηνευτικές σειρήνες της ενηλικίωσης, που άτεγκτα προστάζουν τη θανατική καταδίκη των ονείρων..
Κάθε μου μέρα, ξεροκέφαλα, φυγαδεύω και σ’ άλλο μέρος της καρδιάς, τα πληγωμένα όνειρά μου, μπας και γλυτώσουν απ’ το τρομερό εκτελεστικό απόσπασμα της πραγματικότητας, με χίλια ζόρια ξετρυπώνω σκέψεις κι αφορμές για να τα θρέψω, ελπίδες για να τα ξεδιψάσω, επιθυμίες να τ‘ εμψυχώσω, ώστε να μη βρεθούν ποτέ θαμμένα στο νεκροταφείο των ανθρώπινων ονείρων,το παρελθόν..
Πάνε χρόνια π’ αγωνίζομαι να βρω τ‘ αντίδοτο για τις πληγές των ετοιμοθάνατων ονείρων μου, κι ακόμη περισσότερα μέλλει να περάσουν, ωσότου κατορθώσω να τ’ αναστήσω εκ νέου απ’ το χώμα, πλάθοντάς τα με στιβαρότερο κορμί, δυνατότερη ανάσα κι ακόμη πιο εύρωστη θέληση, ώστε να μάθουν ν ΄αντιστέκονται επιτέλους, επιβιώνοντας μες στους βομβαρδισμούς της γκρίζας καθημερινότητας και τους ηττοπαθείς συμβιβασμούς του μέσου όρου!
Πάνε χρόνια, μα δε πτοούμαι.
Πρόθυμα, μ’ όλη μου τη ψυχή, ρίχνομαι περήφανα σε τούτη δω τη μάχη, εξαπολύοντας τις δυνάμεις της Πίστης και της Φαντασίας, επικαλούμενη γενεές γενεών ανθρώπων π‘ άρπαξαν στη χούφτα τους τ‘ όνειρά τους και αδίστακτα βάδισαν μπρος, μη δειλιάζοντας μπρος στο πέρασμα του χρόνου και τ’ αναρίθμητα εμπόδια: όπως κι αυτοί, έτσι κι εγώ, σηκώνω μ’ επιμονή και τόλμη τα ισχνά, καταπληγωμένα σώματα των ονείρων μου, τ’ αποθέτω απαλά στη νεανική μου πλάτη, κινώντας, ως μετανάστης ονείρων πια, για το μεγάλο μου ταξίδι, προσδοκώντας κάπου, κάποτε, ν’ αντικρίσω κείνη την εύφορη κοιλάδα, όπου τα όνειρα μπορούν άφοβα ν’ αναπνέουν και να μεγαλώνουν!
Της Ελένης Κεπελιάν