«Έχεις λίγο χρόνο για μένα;» Με ρώτησε ξαφνικά ο εαυτός μου.
Έχω λίγο χρόνο για μένα; επανέλαβα κι αναρωτήθηκα.
Τότε κατάλαβα, πώς, απορροφημένη από την έκθεσή μου στις έγνοιες, στις επιθυμίες, στις ανασφάλειες των άλλων, είχα αφήσει πίσω τον εαυτό μου.
Τότε κατάλαβα, πώς, ψάχνοντας επίμονα και εναγώνια την ευτυχία μου στων άλλων τις ζωές, είχα λησμονήσει ολότελα τη δική μου: μα πιότερο, είχα λησμονήσει τη χαρά του να γνωρίσω τον εαυτό μου!
Βλέπεις, αυτός ήταν ο τρόπος που διδάχθηκα στην παιδική μου ηλικία: μάλιστα, ανατράφηκα ως ύπαρξη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των άλλων!
Εκπαιδεύτηκα λοιπόν, έτσι που να σκέφτομαι αυτό που, ενδεχόμενα, σκέφτονται κι οι άλλοι, να νιώθω αυτό που πιθανότατα νιώθουν, να εκφράζομαι, όπως εκφράζονται πάνω-κάτω και οι άλλοι, να επιλέγω, να φοβάμαι, να επιθυμώ αυτό που θέλουν και οι άλλοι! Με άλλα λόγια, αγωνίστηκα σκληρά για να κουμπώνω με τα σχήματα ζωής των άλλων, καλύπτοντας τρομαγμένη τον εαυτό μου, ή καλύτερα, τα σημεία εκείνα που στ’ αλήθεια διέφεραν- τι εφιάλτης! – απ’ εκείνα των άλλων!
Όλος μου ο χρόνος σπαταλήθηκε πάνω σε ‘κείνη τη σισσύφεια μου προσπάθεια να μοιάζω στους άλλους, να ανήκω στην ομάδα των άλλων, να παριστάνω κάποιον άλλον, έτσι ώστε να μη χρειαστεί ποτέ να ανακαλύψω ποιος είμαι: έτσι ώστε, να μη χρειαστεί ποτέ, μα ποτέ, ν’ αντιληφθώ τις επώδυνες διαφορές και τις αναμφίβολες, διαφωνίες μου με τους άλλους.
Και κάπως έτσι, ίσαμε τώρα, κατόρθωσα ν’ απαρνηθώ τη γνωριμία με τον εαυτό μου: καταπνίγοντας τις πρώτες ενδείξεις αυθεντικότητάς μου ως παιδί, εφόσον οι αντιδράσεις των άλλων ήταν απ’ αποθαρρυντικές έως τραυματικές, κι έπειτα, ως έφηβος, πρόθυμα οικειοποιούμενος τα γούστα, τις διαθέσεις και τις απόψεις του γνωστού μέσου όρου, και τώρα, ως ενήλικος, παπαγαλίζοντας τα πιστεύω των άλλων, άσκοπα και ακατάπαυστα διαφωνώντας για τους τύπους, προβάλλοντας μια φανταχτερή εκδοχή της ύπαρξης μου, μα το χειρότερο, σιωπώντας από δειλία και ίσως, κάποιον βαθμό καλά κληρονομημένης απ’ την κοινωνία, ενοχής, μιας ψευδεπίγραφης ενοχής που αναπότρεπτα μ’ εγκλωβίζει σε μιαν αριστοκρατικού τύπου, ανία: αποκομμένος απ’ τη δημιουργική ροή της ζωής, ολότελα χαμένος σε μιαν όλο και περισσότερο αποσπασματική, σχεδόν ανύπαρκτη επικοινωνία, να παλεύω για μερικά εφήμερα κλικ του φακού, να βασανίζομαι διαρκώς επινοώντας τρόπους να φανώ καλύτερος απ΄τους άλλους, σπαταλώντας γενναία το χρόνο μου σε μια άνευ προηγουμένου υποκριτική μανία, αναπτύσσοντας εμμονές για το πώς φαίνομαι στους γύρω μου!
Και κάπως έτσι, ίσαμε τώρα, ακόμη δε γνώρισα τον εαυτό μου: τον αφήνω να ίπταται σ’ ένα αόριστο κενό, να εμφανίζεται ως τριταγωνιστής που απαγγέλλει το ρόλο του για κάποια απειροελάχιστα δευτερόλεπτα, όταν τον χρειάζομαι ως αποδεικτικό στοιχείο πώς παραμένω άνθρωπος, κι ύστερα, τον αφήνω να καταποντίζεται ξανά στη λήθη, τρέχοντας και πάλι πίσω στο ρινγκ αυτού του ατέρμονα ανόητου αγώνα για επικράτηση στις προτιμήσεις του άυλου, μα παντοδύναμου κοινού!
«Έχεις λίγο χρόνο και για μένα «; Με ξαναρώτησε γεμάτος ελπίδα ο εαυτός μου.
«Τώρα, ναι » του απάντησα.
Και, συνειδητοποιώντας πια, τη ματαιότητα των πρότερα κούφιων μου επιδιώξεων, αποφάσισα για πρώτη φορά, να κατέβω από το ρινγκ, να βγω στο φως της πραγματικότητας ξανά, ώστε ν’ απαντήσω τον εαυτό μου!
Της Ελένης Κεπελιάν