Με αφορμή τα 92 χρόνια από τη γέννησή του
«Τρίτη 23 Οκτ. 1925
Στις 10 το βράδυ γεννήθηκα. Απόψε δεν είχα καιρό ν’ ακούσω μουσική. Έπρεπε να γνωρίσω την μητέρα μου και τον πατέρα μου.»[1]
Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι υπάρχει στη ζωή μου σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τότε δεν γνώριζα το όνομά του ή ότι εκείνα τα υπέροχα τραγούδια που ακούγαμε στις παλιές ταινίες και στο ραδιόφωνο είναι δικά του δημιουργήματα. Θυμάμαι, ωστόσο, να ανυπομονώ να «μπει το τραγούδι» σε κάθε παλιά ελληνική ταινία με τη Βουγιουκλάκη, να περιμένουμε πώς και πώς με την αδερφή μου να τραγουδήσουμε το «Γαρύφαλλο στ’ αφτί» από τη Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο και να χορέψουμε όπως οι τσιγγάνες στην ταινία. Μάλιστα, κάποια από τα πρώτα τραγούδια του που έμαθα και αγάπησα πολύ όταν ήμουν παιδί ήταν το «Νιάου, νιάου βρε γατούλα» και το «Χάρτινο το Φεγγαράκι».
Αν και η μεγάλη μανία μου για τη μουσική του εκδηλώθηκε κατά την εφηβεία μου, σε μια περίοδο γενικότερων καλλιτεχνικών αναζητήσεων, θα μπορούσα χωρίς αμφιβολία να πω ότι ο ρόλος της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι στη διαμόρφωση της μουσικής μου ταυτότητας είναι ανάλογος με το ρόλο που παίζουν οι γονείς στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός μικρού παιδιού. Η αγάπη μου για την ελληνική μουσική στο σύνολό της, το έντεχνο τραγούδι, τα (παλιά) λαϊκά και «ελαφρολαϊκά», ακόμα και το ελαφρό τραγούδι του Αττίκ και της Σοφίας Βέμπο και το ρεμπέτικο του Τσιτσάνη και της Μπέλλου, απορρέει από την μουσική του Χατζιδάκι. Γι’ αυτό και τα τραγούδια του με ακολουθούν και μου κάνουν παρέα κάθε φορά μετά από μια κουραστική ημέρα, όταν θέλω να κάνω δουλειές στο σπίτι, όταν έχω νεύρα, είμαι στεναχωρημένη, χαρούμενη ή απλώς… θέλω να ακούσω λίγη μουσική.
Ο Εμμανουήλ (Μάνος) Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου του 1925. Σε ηλικία μόλις 19 ετών, το 1944, κάνει την πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτης για να ακολουθήσει μια τεράστια καριέρα στο χώρο της μουσικής. Θεωρείται, μαζί με το Μίκη Θεοδωράκη, ο πρωτεργάτης του έντεχνου τραγουδιού- που εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’50- με το οποίο ο κόσμος τον έχει συνδέσει αναπόφευκτα. Παράλληλα, όμως, είναι φανερή η εκτίμησή του για το ρεμπέτικο τραγούδι, όπως αυτή εκδηλώθηκε τόσο στη διάσημη ομιλία του το 1949 στο Θέατρο Τέχνης κατά την οποία το χαρακτήρισε ως «μια τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική», όσο και στη συνεργασία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη για τη μουσική της ταινίας Στέλλα το 1955. Από το 1957 και μετά ξεκινά μια μεγάλη πορεία, η οποία περιλαμβάνει συνθέσεις για το θέατρο, τον κινηματογράφο και άλλα σπουδαία μουσικά έργα. Το 1961 παίρνει το βραβείο Oscar καλύτερης μουσικής για το τραγούδι του «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία Ποτέ την Κυριακή. Παρόλα αυτά, στην τελετή απονομής δεν παρευρέθηκε, ενώ δεν δέχτηκε ποτέ ότι το συγκεκριμένο τραγούδι άξιζε να του δώσει παγκόσμια αναγνώριση, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο δεν αντιπροσώπευε το υπόλοιπο έργο του. Το 1966 φεύγει για την Αμερική σημειώνοντας κι εκεί μια αξιόλογη πορεία, για να επιστρέψει αργότερα, το 1972, πίσω στην Ελλάδα. Το μετέπειτα έργο του μέχρι το θάνατό του στις 15 Ιουνίου του 1994 περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, την αναδιαμόρφωση του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ, καθώς και τη δημιουργία της δισκογραφικής εταιρίας Σείριος, για την ανάδειξη νέων καλλιτεχνών στο χώρο της μουσικής. Στην προσωπική του ζωή, τον συνέδεε βαθιά φιλία με τη Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Νίκο Γκάτσο, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι, ανάμεσά τους και η εφημερίδα Αυριανή, που τον κατέκριναν και τον δυσφημούσαν, επειδή ήταν ομοφυλόφιλος.[2]
Tον Μάνο Χατζιδάκι τον ξέρουμε λίγο πολύ όλοι. Αλλά ποιος είναι για μένα ο Χατζιδάκις; Είναι το τραγούδι εκείνο που ξέρουν από παλιά ο παππούς μου και η γιαγιά μου και το ακούμε ωστόσο πολλές φορές σε συναυλίες νέων καλλιτεχνών. Είναι αυτός ο τύπος που για κάποιο λόγο έγραφε το όνομά του με «ι». Ο Χατζιδάκις είναι -εκείνος και τα τραγούδια του- το παλιό ελληνικό σινεμά, είναι αυτός ο συνθέτης που κατάφερε ένα πρωινό, μέσα σε δέκα λεπτά, να γράψει στην Καρέζη (που είχε γίνει έξαλλη μαζί του) το «Μην τον ρωτάς τον ουρανό», ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια της καριέρας της[3], είναι η Αλίκη, η Τζένη και η Μελίνα, είναι ένα Όσκαρ που δεν πήγε ποτέ να παραλάβει και το έβαλε αργότερα για στοπ στην πόρτα της εισόδου του, γιατί όπως είπε «του κρατούσε τις πόρτες ανοιχτές».[4] Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι η Οδός Ονείρων, είναι ο Κεμάλ, Τα Παιδιά του Πειραιά, Η Μαριάνθη των ανέμων, και η Αθανασία που αν και «δεν την κέρδισε κανείς», σίγουρα κατάφεραν να την κερδίσουν τα τραγούδια του! Γιατί ο Μάνος Χατζιδάκις δεν είναι για μένα απλά ένα πρόσωπο, ένας καλλιτέχνης. Είναι η ίδια η ελληνική μουσική, με την οποία ταυτίζεται ένα ολόκληρο είδος τραγουδιών, μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών αλλά και πολλοί άνθρωποι, τόσο μεγαλύτεροι όσο και νεότεροι, που στα τραγούδια και τη μουσική του έχουν βρει ένα κομμάτι του εαυτού τους.
Πηγές
[2] Μάνος Χατζιδάκις, el.wikipedia.org.
Βλ. επίσης: Ελληνική μουσική, el.wikipedia.org
Βλ. επίσης: ΣΤΕΛΛΑ – Φιλμογραφία – Φιλμογραφία | Ταινιοθήκη Της Ελλάδος, Tainiothiki.gr.
Βλ. επίσης: Γιατί ο Μάνος Χατζιδάκις απεχθανόταν τα τραγούδια της Βουγιουκλάκη και «τα παιδιά του Πειραιά» που του χάρισαν το Όσκαρ. Πούλησε τα δικαιώματα του τραγουδιού για να φτιάξει τα δόντια του (βίντεο), Μηχανή του χρόνου, http://www.mixanitouxronou.gr
Βλ. επίσης: Αυριανή(εφημερίδα), el.wikipedia.org.
Βλ. επίσης: Αντέχετε να διαβάσετε τι έγραφε η Αυριανή εναντίον του Μάνου Χατζιδάκι;
LiFO, www.lifo.gr.
Βλ. επίσης: Η ομιλία Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, Της Γιώτας Συκκά | Kathimerini, http://www.kathimerini.gr.
[3] Πώς ο αγουροξυπνημένος Χατζιδάκις έγραψε για την Τζένη Καρέζη το τραγούδι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό». Μισό αιώνα μετά βρίσκεται και πάλι στο τοπ 10 των ΗΠΑ – ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, Μηχανή του χρόνου, http://www.mixanitouxronou.gr
[4] «Είναι ο κ. Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα για να παραλάβει το Όσκαρ;», Η Εφημερίδα των Συντακτών, http://www.efsyn.gr.
Πηγές φωτογραφιών: www.kathimerini.gr, www.facebook.com/manoshadakisofficial/, www.lifo.gr, www.mixanitouxronou.gr.
της Πέλης Γαλάνη