Το σχετικά πρόσφατο La la land (2016) ήταν μια ταινία που συζητήθηκε πολύ, έλαβε υπέροχες κριτικές, πολλά θετικά σχόλια, 6 Oscar και πολλές άλλες βραβεύσεις, αλλά προκάλεσε και την απογοήτευση πολλών ανθρώπων που πήγαν να το δουν, αρκετούς χλιαρούς χαρακτηρισμούς και το γνωστό σχόλιο: «Καλό, αλλά όχι και για Oscar, δεν είναι και αριστούργημα!». Έχοντας η ίδια μια εξαιρετική εντύπωση για το φιλμ, κατέληξα στο δικό μου, προσωπικό συμπέρασμα για ένα κατά τη γνώμη μου παρεξηγημένο είδος ταινιών που φυσικά δεν είναι άλλο από το μιούζικαλ!

Από μικρή θυμάμαι να ενθουσιάζομαι με τις ταινίες αυτές, τη στιγμή που πολλοί από τους φίλους ή συγγενείς μου δεν ήθελαν καν να τις δουν, χωρίς να μπορώ να καταλάβω ποια ιδιαίτερη αίγλη και μαγεία είχαν για μένα και με έκαναν να τις αγαπώ τόσο. Περίμενα λοιπόν με λαχτάρα ένα καλό μιούζικαλ απ’ αυτά που είχαμε χρόνια να δούμε. Έτσι, το La la land αναμενόταν να είναι αντάξιο των προσδοκιών μου, μια ταινία που θα αγαπούσα πολύ, από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Πράγματι, η πρώτη σκηνή δίνει αμέσως στην ταινία μια ρετρό νότα που σου κινεί το ενδιαφέρον: μέσα στη βαβούρα του μποτιλιαρίσματος, όλοι αρχίζουν ξαφνικά να χορεύουν και να τραγουδούν, τα χρώματα κυριαρχούν και σε παρασέρνουν. Οι τίτλοι αρχής με μια γραμματοσειρά που θυμίζει κάτι από τις ταινίες της δεκαετίας του ’60 και ο Ryan Gosling (Sebastian) με το αυτοκίνητό του, ένα κόκκινο κάμπριο της δεκαετίας του ’80, μοιάζουν να «ξεπηδούν» από κάποια άλλη εποχή. Αρχίζω λοιπόν να παρακολουθώ την ταινία με ιδιαίτερη προσοχή αφήνοντας τις εικόνες, τη μουσική και τους ηθοποιούς να με παρασύρουν στον κόσμο τους. Σε σκηνή που ακολουθεί, η πρωταγωνίστρια Emma Stone (Mia) μπαίνει στο δωμάτιό της ύστερα από μια ιδιαίτερα φορτισμένη ημέρα και ξαπλώνει στο κρεβάτι. Η ταπετσαρία στον τοίχο του δωματίου της είναι μια γιγαντοαφίσα με την Ingrid Bergman, την αγαπημένη μου ηθοποιό, ένα αστέρι της Χρυσής Εποχής του Hollywood και άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορική πλέον Casablanca (1942). Στη συνέχεια της ταινίας, λίγο πριν η Mia μπει τυχαία στο μπαρ που δουλεύει ως πιανίστας ο Sebastian, ένα graffiti με πολλές προσωπογραφίες μου τραβά την προσοχή, καθώς διακρίνω ανάμεσά τους το Charlo και την Marilyn Monroe. Η ταινία κυλά κι εγώ παρακολουθώ τους δύο πρωταγωνιστές να γνωρίζονται, να ερωτεύονται, να κυνηγούν τα όνειρά τους -ο Sebastian θέλει να ανοίξει το δικό του jazz restaurant και η Mia, που της αρέσει να γράφει δικά τις θεατρικά κείμενα, να γίνει γνωστή ηθοποιός- και φυσικά να χορεύουν και να τραγουδούν πολύ. Η φωτογραφία νοσταλγική και τα κοστούμια σε έντονα χρώματα, οι χορογραφίες, η μουσική και τα τραγούδια, μαζί με το αγαπημένο «City of stars», σου θυμίζουν κάτι που φοβόσουν ότι είχες ξεχάσει: πώς πραγματικά είναι ένα καλό μιούζικαλ! Κάποια στιγμή η Mia αποφασίζει να γράψει ένα δικό της μονόλογο επιλέγοντας να δώσει στην πρωταγωνίστριά της ένα συγκεκριμένο όνομα: Geneviève. Ανεξάρτητα από το κατά πόσο η επιλογή του ονόματος ήταν τυχαία ή όχι, ο νους μου πηγαίνει συνειρμικά εκεί που «ξεκίνησαν όλα», στις αγαπημένες μου Ομπρέλες του Χερβούργου!

Οι Ομπρέλες του Χερβούργου (Les parapluies de Cherbourg) του Jacques Demy (1964) ήρθαν ένα βροχερό απόγευμα του φθινοπώρου να δώσουν με τον πιο άμεσο τρόπο την απάντηση στην επί τόσα χρόνια απορία μου: τι ήταν αυτό το τόσο ξεχωριστό που διαφοροποιούσαν τα μιούζικαλ από τις υπόλοιπες ταινίες και δικαιολογούσαν την μεγάλη αδυναμία μου γι’ αυτά, τη στιγμή που πολλοί τα έβρισκαν το λιγότερο αδιάφορα; Στο Χερβούργο του 1957 η μικρή Geneviève δουλεύει στο ομπρελάδικο της μητέρας της, προσπαθώντας να βοηθήσει όσο μπορεί στη διαχείριση των χρεών τους. Είναι ερωτευμένη με τον Guy, ο οποίος θέλει κάποια στιγμή να φτιάξει το δικό του συνεργείο αυτοκινήτων και να ζήσουν μαζί. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Αλγερία έρχεται να τους χωρίσει και να αλλάξει τις ζωές τους… Ο Jacques Demy ενώνει το ταλέντο του με την ενδυματολόγο και το σκηνογράφο, σε μια εποχή που το technicolor βρισκόταν στις δόξες του, για να δημιουργήσουν μια πολύχρωμη οπτικά ταινία που θα μείνει σε πολλούς αξέχαστη. Τα κοστούμια συνδυάζονται άψογα με το σκηνικό για να συνθέσουν μια χρωματική παλέτα που διαρκώς αλλάζει σύμφωνα με τις καταστάσεις, τα συναισθήματα των ηρώων και την αίσθηση που το φιλμ θέλει να αφήσει κάθε φορά στο κοινό. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν η εκφραστικότητα και η αύρα της νεαρής τότε Catherine Deneuve (Genevieve) αλλά και η μουσική του Michel Legrand που σε ταξιδεύει σε άλλους κόσμους. Έτσι λοιπόν, αυτό το πολύχρωμο φθινοπωρινό μελόδραμα ήρθε για να δώσει την απάντηση. Η γοητεία των μιούζικαλ δεν βρίσκεται σε ένα άψογο σεναριακά αποτέλεσμα ή σε μια υπόθεση με σασπένς, ανατροπές ή αναπάντεχα συμβάντα. Βρίσκεται στο συναίσθημα, στα χρώματα που σε συνεπαίρνουν, στη μουσική που σε μαγεύει, σε γεμίζει χαρά, σε συγκινεί, σου δίνει ελπίδα ή σε προσγειώνει, ανάλογα με τα όσα βιώνουν οι ήρωες, σε αυτή την όμορφη -ίσως κάποιες φορές και μελαγχολική- αίσθηση που σου αφήνει το φιλμ όταν πέφτουν οι τίτλοι του τέλους… Και όλα αυτά γίνονται μαγικά και υπέροχα, όταν η σκηνοθεσία, η φωτογραφία και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών έρχονται να δώσουν στην ταινία την αίγλη που της αξίζει και μια θέση ανάμεσα στα αριστουργήματα.
Αυτό, λοιπόν, είναι το στοίχημα που έβαλε το La la land. Να διεκδικήσει τη δική του θέση ανάμεσα στις ταινίες που θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη των θεατών. Και κατά τη γνώμη μου το κέρδισε. Είναι μια ταινία που θέλει να μας θυμίσει την ομορφιά του παλιού κινηματογράφου και να αποδώσει, μέσα απ’ τις σκηνοθετικές του αναφορές, ένα φόρο τιμής σε όλα τα μεγάλα μιούζικαλ και γενικότερα σε όλες εκείνες τις ταινίες που μας προκαλούν όχι μόνο να τις δούμε, αλλά πολύ περισσότερο να τις αισθανθούμε. Γιατί, στο κάτω κάτω, όπως λέει και ο Antoine de Saint-Exupéry στο Μικρό Πρίγκιπα, «μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»!
Της Πέλης Γαλάνη
Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον την κριτική σου, Πέλη. Τη βρήκα ιδιαίτερη, προσωπική, και μου άρεσε η ανεπιτήδευτη γραφή σου. Χαίρομαι που εργάζεσαι το λόγο.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο